συνεδρίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεδρίαση | οι | συνεδριάσεις |
| γενική | της | συνεδρίασης* | των | συνεδριάσεων |
| αιτιατική | τη | συνεδρίαση | τις | συνεδριάσεις |
| κλητική | συνεδρίαση | συνεδριάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνεδριάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεδρίαση < μεσαιωνική ελληνική συνεδρίασις < συνεδριάζομαι < ελληνιστική κοινή συνεδριάζω < αρχαία ελληνική σύνεδρος < σύν + ἕδρα ( (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Sitzung)
Ουσιαστικό
συνεδρίαση θηλυκό
Εκφράσεις
- άρχεται η συνεδρίαση: για την επίσημη έναρξη μιας συνεδρίασης ή διαδικασίας
- ≠ αντώνυμα: λύεται η συνεδρίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)