διήγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διήγημα | τα | διηγήματα |
| γενική | του | διηγήματος | των | διηγημάτων |
| αιτιατική | το | διήγημα | τα | διηγήματα |
| κλητική | διήγημα | διηγήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διήγημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διήγημα < αρχαία ελληνική διηγέομαι / διηγοῦμαι < διά δι + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g- (αναζητώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈi.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ή‐γη‐μα
Ουσιαστικό
διήγημα ουδέτερο
- (λογοτεχνία) σύντομη αφήγηση σε πεζό λόγο με πραγματική ή φανταστική υπόθεση και λίγα πρόσωπα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- διήγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | διήγημᾰ | τὰ | διηγήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | διηγήμᾰτος | τῶν | διηγημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | διηγήμᾰτῐ | τοῖς | διηγήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | διήγημᾰ | τὰ | διηγήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | διήγημᾰ | διηγήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διηγήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διηγημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διήγημα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διηγέομαι / διηγοῦμαι (< διά, δι- + ἡγέομαι), διηγη- + -μα
Πηγές
- διήγημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.