νουβέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νουβέλα | οι | νουβέλες |
| γενική | της | νουβέλας | — | |
| αιτιατική | τη | νουβέλα | τις | νουβέλες |
| κλητική | νουβέλα | νουβέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νουβέλα < γαλλική nouvelle + κατάληξη θηλυκού -α < μέση γαλλική nouvelle < παλαιά γαλλική novele < δημώδης λατινική *novella < λατινική novellus < novus
Ουσιαστικό
νουβέλα θηλυκό
- (λογοτεχνία) πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με έκταση μεγαλύτερη από το διήγημα και μικρότερη από το μυθιστόρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.