διηγέομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διηγέομαι < (διά) δι- + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g- (αναζητώ)

Ρήμα

διηγέομαι

  1. διηγούμαι, αφηγούμαι, περιγράφω
  2. ερμηνεύω, εξηγώ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.