ἡγέομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἡγοῦμαι 
Παρατατικός  ἡγούμην 
Μέλλοντας  ἡγήσομαι - ἡγηθήσομαι 
Αόριστος  ἡγησάμην - ἡγήθην 
Παρακείμενος  ἤγημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-

Ρήμα

ἡγέομαι, ἡγοῦμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ
  2. πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

Συγγενικά

Σύνθετα

  • καθηγέομαι
  • προηγέομαι
  • ἀνηγέομαι
  • ἀφηγέομαι
  • εἰσηγέομαι
  • ἐνηγέομαι
  • ἐξηγέομαι
  • ἐφηγέομαι
  • παρηγέομαι
  • περιηγέομαι
  • προηγέομαι
  • σκυλακαγέτις
  • συνηγέομαι
  • ὑφηγέομαι
  • χορηγός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.