ἡγέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἡγοῦμαι | |
| Παρατατικός | ἡγούμην | |
| Μέλλοντας | ἡγήσομαι - ἡγηθήσομαι | |
| Αόριστος | ἡγησάμην - ἡγήθην | |
| Παρακείμενος | ἤγημαι | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
Ρήμα
ἡγέομαι, ἡγοῦμαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
Σύνθετα
- καθηγέομαι
- προηγέομαι
- ἀνηγέομαι
- ἀφηγέομαι
- εἰσηγέομαι
- ἐνηγέομαι
- ἐξηγέομαι
- ἐφηγέομαι
- παρηγέομαι
- περιηγέομαι
- προηγέομαι
- σκυλακαγέτις
- συνηγέομαι
- ὑφηγέομαι
- χορηγός
Πηγές
- ἡγέομαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἡγέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡγέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.