διηγηματογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διηγηματογραφώ | διηγηματογραφούσα | θα διηγηματογραφώ | να διηγηματογραφώ | διηγηματογραφώντας | |
| β' ενικ. | διηγηματογραφείς | διηγηματογραφούσες | θα διηγηματογραφείς | να διηγηματογραφείς | (διηγηματογράφει) | |
| γ' ενικ. | διηγηματογραφεί | διηγηματογραφούσε | θα διηγηματογραφεί | να διηγηματογραφεί | ||
| α' πληθ. | διηγηματογραφούμε | διηγηματογραφούσαμε | θα διηγηματογραφούμε | να διηγηματογραφούμε | ||
| β' πληθ. | διηγηματογραφείτε | διηγηματογραφούσατε | θα διηγηματογραφείτε | να διηγηματογραφείτε | διηγηματογραφείτε | |
| γ' πληθ. | διηγηματογραφούν(ε) | διηγηματογραφούσαν(ε) | θα διηγηματογραφούν(ε) | να διηγηματογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διηγηματογράφησα | θα διηγηματογραφήσω | να διηγηματογραφήσω | διηγηματογραφήσει | ||
| β' ενικ. | διηγηματογράφησες | θα διηγηματογραφήσεις | να διηγηματογραφήσεις | διηγηματογράφησε | ||
| γ' ενικ. | διηγηματογράφησε | θα διηγηματογραφήσει | να διηγηματογραφήσει | |||
| α' πληθ. | διηγηματογραφήσαμε | θα διηγηματογραφήσουμε | να διηγηματογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | διηγηματογραφήσατε | θα διηγηματογραφήσετε | να διηγηματογραφήσετε | διηγηματογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | διηγηματογράφησαν διηγηματογραφήσαν(ε) |
θα διηγηματογραφήσουν(ε) | να διηγηματογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διηγηματογραφήσει | είχα διηγηματογραφήσει | θα έχω διηγηματογραφήσει | να έχω διηγηματογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διηγηματογραφήσει | είχες διηγηματογραφήσει | θα έχεις διηγηματογραφήσει | να έχεις διηγηματογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διηγηματογραφήσει | είχε διηγηματογραφήσει | θα έχει διηγηματογραφήσει | να έχει διηγηματογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διηγηματογραφήσει | είχαμε διηγηματογραφήσει | θα έχουμε διηγηματογραφήσει | να έχουμε διηγηματογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διηγηματογραφήσει | είχατε διηγηματογραφήσει | θα έχετε διηγηματογραφήσει | να έχετε διηγηματογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διηγηματογραφήσει | είχαν διηγηματογραφήσει | θα έχουν διηγηματογραφήσει | να έχουν διηγηματογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
διηγηματογραφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.