διηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Συγγενικά
- διηγημένος
- διήγημα
- διηγηματογράφος
- διηγημός
- διήγηση
- διηγούμενος
- διηγώντας
- → δείτε τη λέξη ηγούμαι
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- Σχηματίζει και μετοχή ενεργητικού ενεστώτα διηγώντας
- Δυστυχής! Παρηγορία / μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς / περασμένα μεγαλεῖα / καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς. (Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διηγούμαι | διηγούμουν | θα διηγούμαι | να διηγούμαι | διηγούμενος | |
| β' ενικ. | διηγείσαι | διηγούσουν | θα διηγείσαι | να διηγείσαι | ||
| γ' ενικ. | διηγείται | διηγούνταν | θα διηγείται | να διηγείται | ||
| α' πληθ. | διηγούμαστε | διηγούμασταν διηγούμαστε |
θα διηγούμαστε | να διηγούμαστε | ||
| β' πληθ. | διηγείστε | διηγούσασταν διηγούσαστε |
θα διηγείστε | να διηγείστε | διηγείστε | |
| γ' πληθ. | διηγούνται | διηγούνταν | θα διηγούνται | να διηγούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διηγήθηκα | θα διηγηθώ | να διηγηθώ | διηγηθεί | ||
| β' ενικ. | διηγήθηκες | θα διηγηθείς | να διηγηθείς | διηγήσου | ||
| γ' ενικ. | διηγήθηκε | θα διηγηθεί | να διηγηθεί | |||
| α' πληθ. | διηγηθήκαμε | θα διηγηθούμε | να διηγηθούμε | |||
| β' πληθ. | διηγηθήκατε | θα διηγηθείτε | να διηγηθείτε | διηγηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διηγήθηκαν διηγηθήκαν(ε) |
θα διηγηθούν(ε) | να διηγηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διηγηθεί | είχα διηγηθεί | θα έχω διηγηθεί | να έχω διηγηθεί | διηγημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διηγηθεί | είχες διηγηθεί | θα έχεις διηγηθεί | να έχεις διηγηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διηγηθεί | είχε διηγηθεί | θα έχει διηγηθεί | να έχει διηγηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διηγηθεί | είχαμε διηγηθεί | θα έχουμε διηγηθεί | να έχουμε διηγηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διηγηθεί | είχατε διηγηθεί | θα έχετε διηγηθεί | να έχετε διηγηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διηγηθεί | είχαν διηγηθεί | θα έχουν διηγηθεί | να έχουν διηγηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.