διηγηματογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διηγηματογραφία οι διηγηματογραφίες
      γενική της διηγηματογραφίας των διηγηματογραφιών
    αιτιατική τη διηγηματογραφία τις διηγηματογραφίες
     κλητική διηγηματογραφία διηγηματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διηγηματογραφία < διηγηματογράφος + -ία

Ουσιαστικό

διηγηματογραφία θηλυκό

  1. η συγγραφή διηγημάτων
  2. τα διηγήματα μιας εποχής ή ενός τόπου ως σύνολο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.