διηγηματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διηγηματογραφία | οι | διηγηματογραφίες |
| γενική | της | διηγηματογραφίας | των | διηγηματογραφιών |
| αιτιατική | τη | διηγηματογραφία | τις | διηγηματογραφίες |
| κλητική | διηγηματογραφία | διηγηματογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διηγηματογραφία < διηγηματογράφος + -ία
Ουσιαστικό
διηγηματογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
διηγηματογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.