διηγηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διηγηματικός | η | διηγηματική | το | διηγηματικό |
| γενική | του | διηγηματικού | της | διηγηματικής | του | διηγηματικού |
| αιτιατική | τον | διηγηματικό | τη | διηγηματική | το | διηγηματικό |
| κλητική | διηγηματικέ | διηγηματική | διηγηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διηγηματικοί | οι | διηγηματικές | τα | διηγηματικά |
| γενική | των | διηγηματικών | των | διηγηματικών | των | διηγηματικών |
| αιτιατική | τους | διηγηματικούς | τις | διηγηματικές | τα | διηγηματικά |
| κλητική | διηγηματικοί | διηγηματικές | διηγηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διηγηματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηγηματικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διηγηματικός | ἡ | διηγηματική | τὸ | διηγηματικόν |
| γενική | τοῦ | διηγηματικοῦ | τῆς | διηγηματικῆς | τοῦ | διηγηματικοῦ |
| δοτική | τῷ | διηγηματικῷ | τῇ | διηγηματικῇ | τῷ | διηγηματικῷ |
| αιτιατική | τὸν | διηγηματικόν | τὴν | διηγηματικήν | τὸ | διηγηματικόν |
| κλητική ὦ! | διηγηματικέ | διηγηματική | διηγηματικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διηγηματικοί | αἱ | διηγηματικαί | τὰ | διηγηματικᾰ́ |
| γενική | τῶν | διηγηματικῶν | τῶν | διηγηματικῶν | τῶν | διηγηματικῶν |
| δοτική | τοῖς | διηγηματικοῖς | ταῖς | διηγηματικαῖς | τοῖς | διηγηματικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | διηγηματικούς | τὰς | διηγηματικᾱ́ς | τὰ | διηγηματικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | διηγηματικοί | διηγηματικαί | διηγηματικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διηγηματικώ | τὼ | διηγηματικᾱ́ | τὼ | διηγηματικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | διηγηματικοῖν | τοῖν | διηγηματικαῖν | τοῖν | διηγηματικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
=Παράγωγα
- διηγηματικῶς (επίρρημα)
Πηγές
- διηγηματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.