διάνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάνοια | οι | διάνοιες |
| γενική | της | διάνοιας | των | διανοιών |
| αιτιατική | τη | διάνοια | τις | διάνοιες |
| κλητική | διάνοια | διάνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάνοια < διά + νόος / νοῦς + -ια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ni.a/ & /ˈðʝa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐νοι‐α
Ουσιαστικό
διάνοια θηλυκό
Συγγενικά
Εκφράσεις
- ούτε κατά διάνοια(ν) : καθόλου, με τίποτα, ούτε στο ελάχιστο
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- διάνοια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διάνοια θηλυκό
- σκέψη, σκοπός, αντίληψη, γνώμη
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 41d
- διὰ τοῦτο καὶ ἐμὲ οὐδαμοῦ ἀπέτρεψεν τὸ σημεῖον, καὶ ἔγωγε τοῖς καταψηφισαμένοις μου καὶ τοῖς κατηγόροις οὐ πάνυ χαλεπαίνω. καίτοι οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ κατεψηφίζοντό μου καὶ κατηγόρουν, ἀλλ᾽ οἰόμενοι βλάπτειν·
- Γι᾽ αυτό και πουθενά δεν μ᾽ εμπόδισε το σημάδι του θεού και ούτε έχω και πολύ παράπονο μ᾽ αυτούς που με καταψήφισαν και τους κατηγόρους μου. Μολονότι αυτοί δεν με καταψηφίσανε και δεν με κατηγορήσανε μ᾽ αυτή την ιδέα, μα φαντάζονται πως με βλάπτουν·
- Μετάφραση (1923), Παύλος Νιρβάνας @greek-language.gr
- διὰ τοῦτο καὶ ἐμὲ οὐδαμοῦ ἀπέτρεψεν τὸ σημεῖον, καὶ ἔγωγε τοῖς καταψηφισαμένοις μου καὶ τοῖς κατηγόροις οὐ πάνυ χαλεπαίνω. καίτοι οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ κατεψηφίζοντό μου καὶ κατηγόρουν, ἀλλ᾽ οἰόμενοι βλάπτειν·
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 41d
- διανοητική ικανότητα, αντίληψη, νοημοσύνη, ευφυία, κατανόηση
- νόημα ή σημασία μιας λέξης
Συγγενικά
Πηγές
- διάνοια - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διάνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.