διανοητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανοητικός η διανοητική το διανοητικό
      γενική του διανοητικού της διανοητικής του διανοητικού
    αιτιατική τον διανοητικό τη διανοητική το διανοητικό
     κλητική διανοητικέ διανοητική διανοητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανοητικοί οι διανοητικές τα διανοητικά
      γενική των διανοητικών των διανοητικών των διανοητικών
    αιτιατική τους διανοητικούς τις διανοητικές τα διανοητικά
     κλητική διανοητικοί διανοητικές διανοητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διανοητικός < αρχαία ελληνική διανοητικός < διανοέω < διά + νοέω < νόος

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.no.i.tiˈkos/ & /ðʝa.no.i.tiˈkos/

Επίθετο

διανοητικός

  1. που σχετίζεται με τη διανόηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. νοητικός
  3. στοχαστικός, έννους, νοερός, πνευματικός, εγκεφαλικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.