διανόησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διανόησῐς αἱ διανοήσεις
      γενική τῆς διανοήσεως τῶν διανοήσεων
      δοτική τῇ διανοήσει ταῖς διανοήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διανόησῐν τὰς διανοήσεις
     κλητική ! διανόησῐ διανοήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διανοήσει
γεν-δοτ τοῖν  διανοησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διανόησις < διανοέομαι / διανοοῦμαι, διανοη- + -σις

Ουσιαστικό

διανόησις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.