δημοσιεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοσιεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημοσιεύω < δημόσιος < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.mo.siˈe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σι‐εύ‐ω
Ρήμα
δημοσιεύω, αόρ.: δημοσίευσα, παθ.φωνή: δημοσιεύομαι, π.αόρ.: δημοσιεύτηκα/δημοσιεύθηκα, μτχ.π.π.: δημοσιευμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοσιεύω | δημοσίευα | θα δημοσιεύω | να δημοσιεύω | δημοσιεύοντας | |
| β' ενικ. | δημοσιεύεις | δημοσίευες | θα δημοσιεύεις | να δημοσιεύεις | δημοσίευε | |
| γ' ενικ. | δημοσιεύει | δημοσίευε | θα δημοσιεύει | να δημοσιεύει | ||
| α' πληθ. | δημοσιεύουμε | δημοσιεύαμε | θα δημοσιεύουμε | να δημοσιεύουμε | ||
| β' πληθ. | δημοσιεύετε | δημοσιεύατε | θα δημοσιεύετε | να δημοσιεύετε | δημοσιεύετε | |
| γ' πληθ. | δημοσιεύουν(ε) | δημοσίευαν δημοσιεύαν(ε) |
θα δημοσιεύουν(ε) | να δημοσιεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοσίευσα | θα δημοσιεύσω | να δημοσιεύσω | δημοσιεύσει | ||
| β' ενικ. | δημοσίευσες | θα δημοσιεύσεις | να δημοσιεύσεις | δημοσίευσε | ||
| γ' ενικ. | δημοσίευσε | θα δημοσιεύσει | να δημοσιεύσει | |||
| α' πληθ. | δημοσιεύσαμε | θα δημοσιεύσουμε | να δημοσιεύσουμε | |||
| β' πληθ. | δημοσιεύσατε | θα δημοσιεύσετε | να δημοσιεύσετε | δημοσιεύστε | ||
| γ' πληθ. | δημοσίευσαν δημοσιεύσαν(ε) |
θα δημοσιεύσουν(ε) | να δημοσιεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δημοσιεύσει | είχα δημοσιεύσει | θα έχω δημοσιεύσει | να έχω δημοσιεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δημοσιεύσει | είχες δημοσιεύσει | θα έχεις δημοσιεύσει | να έχεις δημοσιεύσει | έχε δημοσιευμένο | |
| γ' ενικ. | έχει δημοσιεύσει | είχε δημοσιεύσει | θα έχει δημοσιεύσει | να έχει δημοσιεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοσιεύσει | είχαμε δημοσιεύσει | θα έχουμε δημοσιεύσει | να έχουμε δημοσιεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοσιεύσει | είχατε δημοσιεύσει | θα έχετε δημοσιεύσει | να έχετε δημοσιεύσει | έχετε δημοσιευμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν δημοσιεύσει | είχαν δημοσιεύσει | θα έχουν δημοσιεύσει | να έχουν δημοσιεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δημοσιευμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δημοσιευμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δημοσιευμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δημοσιευμένο | |||||
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοσιεύομαι | δημοσιευόμουν(α) | θα δημοσιεύομαι | να δημοσιεύομαι | ||
| β' ενικ. | δημοσιεύεσαι | δημοσιευόσουν(α) | θα δημοσιεύεσαι | να δημοσιεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | δημοσιεύεται | δημοσιευόταν(ε) | θα δημοσιεύεται | να δημοσιεύεται | ||
| α' πληθ. | δημοσιευόμαστε | δημοσιευόμαστε δημοσιευόμασταν |
θα δημοσιευόμαστε | να δημοσιευόμαστε | ||
| β' πληθ. | δημοσιεύεστε | δημοσιευόσαστε δημοσιευόσασταν |
θα δημοσιεύεστε | να δημοσιεύεστε | (δημοσιεύεστε) | |
| γ' πληθ. | δημοσιεύονται | δημοσιεύονταν δημοσιευόντουσαν |
θα δημοσιεύονται | να δημοσιεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοσιεύτηκα | θα δημοσιευτώ | να δημοσιευτώ | δημοσιευτεί | ||
| β' ενικ. | δημοσιεύτηκες | θα δημοσιευτείς | να δημοσιευτείς | δημοσιεύσου | ||
| γ' ενικ. | δημοσιεύτηκε | θα δημοσιευτεί | να δημοσιευτεί | |||
| α' πληθ. | δημοσιευτήκαμε | θα δημοσιευτούμε | να δημοσιευτούμε | |||
| β' πληθ. | δημοσιευτήκατε | θα δημοσιευτείτε | να δημοσιευτείτε | δημοσιευτείτε | ||
| γ' πληθ. | δημοσιεύτηκαν δημοσιευτήκαν(ε) |
θα δημοσιευτούν(ε) | να δημοσιευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δημοσιευτεί | είχα δημοσιευτεί | θα έχω δημοσιευτεί | να έχω δημοσιευτεί | δημοσιευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δημοσιευτεί | είχες δημοσιευτεί | θα έχεις δημοσιευτεί | να έχεις δημοσιευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δημοσιευτεί | είχε δημοσιευτεί | θα έχει δημοσιευτεί | να έχει δημοσιευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοσιευτεί | είχαμε δημοσιευτεί | θα έχουμε δημοσιευτεί | να έχουμε δημοσιευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοσιευτεί | είχατε δημοσιευτεί | θα έχετε δημοσιευτεί | να έχετε δημοσιευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημοσιευτεί | είχαν δημοσιευτεί | θα έχουν δημοσιευτεί | να έχουν δημοσιευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δημοσιευμένος - είμαστε, είστε, είναι δημοσιευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δημοσιευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δημοσιευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δημοσιευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δημοσιευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δημοσιευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δημοσιευμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δημοσιεύω < δημόσι(ος) + -εύω < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)
Ρήμα
δημοσιεύω
- κάνω κάτι γνωστό δημόσια, σε όλους
- είμαι σε δημόσια θέση για την οποία πληρώνομαι
- ≠ αντώνυμα: ἰδιωτεύω
Πηγές
- δημοσιεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημοσιεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.