δημοσιεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δημοσιεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημοσιεύω < δημόσιος < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.mo.siˈe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δημοσιεύω

Ρήμα

δημοσιεύω, αόρ.: δημοσίευσα, παθ.φωνή: δημοσιεύομαι, π.αόρ.: δημοσιεύτηκα/δημοσιεύθηκα, μτχ.π.π.: δημοσιευμένος

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δημοσιεύω < δημόσι(ος) + -εύω < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)

Ρήμα

δημοσιεύω

  1. κάνω κάτι γνωστό δημόσια, σε όλους
  2. είμαι σε δημόσια θέση για την οποία πληρώνομαι
     αντώνυμα: ἰδιωτεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.