καταχώριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταχώριση | οι | καταχωρίσεις |
| γενική | της | καταχώρισης* | των | καταχωρίσεων |
| αιτιατική | την | καταχώριση | τις | καταχωρίσεις |
| κλητική | καταχώριση | καταχωρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταχωρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταχώριση < καταχωρίζω + -ση
Ουσιαστικό
καταχώριση θηλυκό
- η εγγραφή στοιχείου σε κατάλογο, επίσημο βιβλίο, βάση δεδομένων κλπ
- η δημοσίευση ενός άρθρου
Μεταφράσεις
καταχώριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.