καταχώριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταχώριση οι καταχωρίσεις
      γενική της καταχώρισης* των καταχωρίσεων
    αιτιατική την καταχώριση τις καταχωρίσεις
     κλητική καταχώριση καταχωρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχωρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταχώριση < καταχωρίζω + -ση

Ουσιαστικό

καταχώριση θηλυκό

  1. η εγγραφή στοιχείου σε κατάλογο, επίσημο βιβλίο, βάση δεδομένων κλπ
  2. η δημοσίευση ενός άρθρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.