δημοσιεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημοσιεύσιμος | η | δημοσιεύσιμη | το | δημοσιεύσιμο |
| γενική | του | δημοσιεύσιμου | της | δημοσιεύσιμης | του | δημοσιεύσιμου |
| αιτιατική | τον | δημοσιεύσιμο | τη | δημοσιεύσιμη | το | δημοσιεύσιμο |
| κλητική | δημοσιεύσιμε | δημοσιεύσιμη | δημοσιεύσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημοσιεύσιμοι | οι | δημοσιεύσιμες | τα | δημοσιεύσιμα |
| γενική | των | δημοσιεύσιμων | των | δημοσιεύσιμων | των | δημοσιεύσιμων |
| αιτιατική | τους | δημοσιεύσιμους | τις | δημοσιεύσιμες | τα | δημοσιεύσιμα |
| κλητική | δημοσιεύσιμοι | δημοσιεύσιμες | δημοσιεύσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.mo.siˈef.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σι‐εύ‐σι‐μος
Μεταφράσεις
δημοσιεύσιμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.