προδημοσίευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προδημοσίευση | οι | προδημοσιεύσεις |
| γενική | της | προδημοσίευσης* | των | προδημοσιεύσεων |
| αιτιατική | την | προδημοσίευση | τις | προδημοσιεύσεις |
| κλητική | προδημοσίευση | προδημοσιεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προδημοσιεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προδημοσίευση < προδημοσιεύω + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.ði.moˈsi.ef.si/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προδημοσίευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.