αναδημοσίευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδημοσίευση οι αναδημοσιεύσεις
      γενική της αναδημοσίευσης* των αναδημοσιεύσεων
    αιτιατική την αναδημοσίευση τις αναδημοσιεύσεις
     κλητική αναδημοσίευση αναδημοσιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδημοσιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδημοσίευση < αναδημοσιεύω + -ση

Ουσιαστικό

αναδημοσίευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.