αδημοσίευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδημοσίευτος | η | αδημοσίευτη | το | αδημοσίευτο |
| γενική | του | αδημοσίευτου | της | αδημοσίευτης | του | αδημοσίευτου |
| αιτιατική | τον | αδημοσίευτο | την | αδημοσίευτη | το | αδημοσίευτο |
| κλητική | αδημοσίευτε | αδημοσίευτη | αδημοσίευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδημοσίευτοι | οι | αδημοσίευτες | τα | αδημοσίευτα |
| γενική | των | αδημοσίευτων | των | αδημοσίευτων | των | αδημοσίευτων |
| αιτιατική | τους | αδημοσίευτους | τις | αδημοσίευτες | τα | αδημοσίευτα |
| κλητική | αδημοσίευτοι | αδημοσίευτες | αδημοσίευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδημοσίευτος, -η, -ο
- που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη
- ένα αδημοσίευτο ποίημα του μεγάλου ποιητή βρέθηκε στο αρχείο του
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.