αναδημοσιευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδημοσιευμένος η αναδημοσιευμένη το αναδημοσιευμένο
      γενική του αναδημοσιευμένου της αναδημοσιευμένης του αναδημοσιευμένου
    αιτιατική τον αναδημοσιευμένο την αναδημοσιευμένη το αναδημοσιευμένο
     κλητική αναδημοσιευμένε αναδημοσιευμένη αναδημοσιευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδημοσιευμένοι οι αναδημοσιευμένες τα αναδημοσιευμένα
      γενική των αναδημοσιευμένων των αναδημοσιευμένων των αναδημοσιευμένων
    αιτιατική τους αναδημοσιευμένους τις αναδημοσιευμένες τα αναδημοσιευμένα
     κλητική αναδημοσιευμένοι αναδημοσιευμένες αναδημοσιευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναδημοσιευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναδημοσιεύω

Μετοχή

αναδημοσιευμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.