αναδημοσιεύω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδημοσιεύω | αναδημοσίευα | θα αναδημοσιεύω | να αναδημοσιεύω | αναδημοσιεύοντας | |
| β' ενικ. | αναδημοσιεύεις | αναδημοσίευες | θα αναδημοσιεύεις | να αναδημοσιεύεις | αναδημοσίευε | |
| γ' ενικ. | αναδημοσιεύει | αναδημοσίευε | θα αναδημοσιεύει | να αναδημοσιεύει | ||
| α' πληθ. | αναδημοσιεύουμε | αναδημοσιεύαμε | θα αναδημοσιεύουμε | να αναδημοσιεύουμε | ||
| β' πληθ. | αναδημοσιεύετε | αναδημοσιεύατε | θα αναδημοσιεύετε | να αναδημοσιεύετε | αναδημοσιεύετε | |
| γ' πληθ. | αναδημοσιεύουν(ε) | αναδημοσίευαν αναδημοσιεύαν(ε) |
θα αναδημοσιεύουν(ε) | να αναδημοσιεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδημοσίευσα | θα αναδημοσιεύσω | να αναδημοσιεύσω | αναδημοσιεύσει | ||
| β' ενικ. | αναδημοσίευσες | θα αναδημοσιεύσεις | να αναδημοσιεύσεις | αναδημοσίευσε | ||
| γ' ενικ. | αναδημοσίευσε | θα αναδημοσιεύσει | να αναδημοσιεύσει | |||
| α' πληθ. | αναδημοσιεύσαμε | θα αναδημοσιεύσουμε | να αναδημοσιεύσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδημοσιεύσατε | θα αναδημοσιεύσετε | να αναδημοσιεύσετε | αναδημοσιεύστε | ||
| γ' πληθ. | αναδημοσίευσαν αναδημοσιεύσαν(ε) |
θα αναδημοσιεύσουν(ε) | να αναδημοσιεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδημοσιεύσει | είχα αναδημοσιεύσει | θα έχω αναδημοσιεύσει | να έχω αναδημοσιεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδημοσιεύσει | είχες αναδημοσιεύσει | θα έχεις αναδημοσιεύσει | να έχεις αναδημοσιεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδημοσιεύσει | είχε αναδημοσιεύσει | θα έχει αναδημοσιεύσει | να έχει αναδημοσιεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδημοσιεύσει | είχαμε αναδημοσιεύσει | θα έχουμε αναδημοσιεύσει | να έχουμε αναδημοσιεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδημοσιεύσει | είχατε αναδημοσιεύσει | θα έχετε αναδημοσιεύσει | να έχετε αναδημοσιεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδημοσιεύσει | είχαν αναδημοσιεύσει | θα έχουν αναδημοσιεύσει | να έχουν αναδημοσιεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.