πρωτοδημοσιευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοδημοσιευμένος | η | πρωτοδημοσιευμένη | το | πρωτοδημοσιευμένο |
| γενική | του | πρωτοδημοσιευμένου | της | πρωτοδημοσιευμένης | του | πρωτοδημοσιευμένου |
| αιτιατική | τον | πρωτοδημοσιευμένο | την | πρωτοδημοσιευμένη | το | πρωτοδημοσιευμένο |
| κλητική | πρωτοδημοσιευμένε | πρωτοδημοσιευμένη | πρωτοδημοσιευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοδημοσιευμένοι | οι | πρωτοδημοσιευμένες | τα | πρωτοδημοσιευμένα |
| γενική | των | πρωτοδημοσιευμένων | των | πρωτοδημοσιευμένων | των | πρωτοδημοσιευμένων |
| αιτιατική | τους | πρωτοδημοσιευμένους | τις | πρωτοδημοσιευμένες | τα | πρωτοδημοσιευμένα |
| κλητική | πρωτοδημοσιευμένοι | πρωτοδημοσιευμένες | πρωτοδημοσιευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πρωτοδημοσιευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.