πληρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληρώνομαι < πληρώνω
Εκφράσεις
- όλα εδώ πληρώνονται: υπονοεί ότι μια κακή πράξη θα έχει ή είχε ήδη μια κακή κατάληξη για αυτόν που την έκανε
Μεταφράσεις
πληρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.