καθορισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθορισμένος η καθορισμένη το καθορισμένο
      γενική του καθορισμένου της καθορισμένης του καθορισμένου
    αιτιατική τον καθορισμένο την καθορισμένη το καθορισμένο
     κλητική καθορισμένε καθορισμένη καθορισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθορισμένοι οι καθορισμένες τα καθορισμένα
      γενική των καθορισμένων των καθορισμένων των καθορισμένων
    αιτιατική τους καθορισμένους τις καθορισμένες τα καθορισμένα
     κλητική καθορισμένοι καθορισμένες καθορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καθορίζω

Μετοχή

καθορισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.