take for granted

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

take for granted <  δείτε τις λέξεις take, for και granted

Έκφραση

take for granted (en) (ιδιωματισμός)

  1. παίρνω κάτι για δεδομένο, θεωρείται ως δεδομένο, δεν αναγνωρίζω πλέον την αληθινή αξία κάποιου ή κάτι και δεν δείχνω ότι είμαι ευγνώμων
    She took me for granted.
    Με πήρε για δεδομένο./Με θεωρεί δεδομένο.
    No friendly or romantic relationship should be taken for granted.
    Καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.
  2. προεξοφλώ, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια χωρίς πρώτα να βεβαιωθώ ότι είναι
    Don’t take it for granted that he will help you.
    Μην προεξοφλείς τη βοήθεια του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.