γεμιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεμιστός | η | γεμιστή | το | γεμιστό |
| γενική | του | γεμιστού | της | γεμιστής | του | γεμιστού |
| αιτιατική | τον | γεμιστό | τη | γεμιστή | το | γεμιστό |
| κλητική | γεμιστέ | γεμιστή | γεμιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεμιστοί | οι | γεμιστές | τα | γεμιστά |
| γενική | των | γεμιστών | των | γεμιστών | των | γεμιστών |
| αιτιατική | τους | γεμιστούς | τις | γεμιστές | τα | γεμιστά |
| κλητική | γεμιστοί | γεμιστές | γεμιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

γεμιστή γαλοπούλα
Ετυμολογία
- γεμιστός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεμιστός < αρχαία ελληνική γεμίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.miˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μι‐στός
Επίθετο
γεμιστός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Πηγές
- γεμιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γεμιστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γεμιστός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεμιστός < αρχαία ελληνική γεμίζω
→ ζητούμενο λήμμα
Παράγωγα
Πηγές
- γεμιστός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γεμιστός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γεμιστός | ἡ | γεμιστή | τὸ | γεμιστόν |
| γενική | τοῦ | γεμιστοῦ | τῆς | γεμιστῆς | τοῦ | γεμιστοῦ |
| δοτική | τῷ | γεμιστῷ | τῇ | γεμιστῇ | τῷ | γεμιστῷ |
| αιτιατική | τὸν | γεμιστόν | τὴν | γεμιστήν | τὸ | γεμιστόν |
| κλητική ὦ! | γεμιστέ | γεμιστή | γεμιστόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γεμιστοί | αἱ | γεμισταί | τὰ | γεμιστᾰ́ |
| γενική | τῶν | γεμιστῶν | τῶν | γεμιστῶν | τῶν | γεμιστῶν |
| δοτική | τοῖς | γεμιστοῖς | ταῖς | γεμισταῖς | τοῖς | γεμιστοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | γεμιστούς | τὰς | γεμιστᾱ́ς | τὰ | γεμιστᾰ́ |
| κλητική ὦ! | γεμιστοί | γεμισταί | γεμιστᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεμιστώ | τὼ | γεμιστᾱ́ | τὼ | γεμιστώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | γεμιστοῖν | τοῖν | γεμισταῖν | τοῖν | γεμιστοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεμιστός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γεμίζω, γεμισ- + -τός (ρηματικό επίθετο)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- γεμιστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.