αγέμιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγέμιστος η αγέμιστη το αγέμιστο
      γενική του αγέμιστου της αγέμιστης του αγέμιστου
    αιτιατική τον αγέμιστο την αγέμιστη το αγέμιστο
     κλητική αγέμιστε αγέμιστη αγέμιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγέμιστοι οι αγέμιστες τα αγέμιστα
      γενική των αγέμιστων των αγέμιστων των αγέμιστων
    αιτιατική τους αγέμιστους τις αγέμιστες τα αγέμιστα
     κλητική αγέμιστοι αγέμιστες αγέμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγέμιστος < α- + γεμιστός

Επίθετο

αγέμιστος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν γεμίσει
  2. (για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει, «αγέμιστα είναι ακόμη τα στάρια»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.