γέμω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γέμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γέμω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gem- (ομόρριζο των γαστήρ, γάστρα, γόμος και γέμος)

Ρήμα

γέμω

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.