γεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεμίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γεμίζω < γέμω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μί‐ζω
Ρήμα
γεμίζω, αόρ.: γέμισα, παθ.φωνή: γεμίζομαι, π.αόρ.: γεμίστηκα, μτχ.π.π.: γεμισμένος
Εκφράσεις
- γεμίζω την κοιλιά μου: χορταίνω φαγητό // ικανοποιώ τις βασικές μου ανάγκες
- δε μου γεμίζει το μάτι: δε μου φαίνεται ικανός, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- θέμα γιομ- → δείτε τη λέξη γιομίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γεμίζω | γέμιζα | θα γεμίζω | να γεμίζω | γεμίζοντας | |
| β' ενικ. | γεμίζεις | γέμιζες | θα γεμίζεις | να γεμίζεις | γέμιζε | |
| γ' ενικ. | γεμίζει | γέμιζε | θα γεμίζει | να γεμίζει | ||
| α' πληθ. | γεμίζουμε | γεμίζαμε | θα γεμίζουμε | να γεμίζουμε | ||
| β' πληθ. | γεμίζετε | γεμίζατε | θα γεμίζετε | να γεμίζετε | γεμίζετε | |
| γ' πληθ. | γεμίζουν(ε) | γέμιζαν γεμίζαν(ε) |
θα γεμίζουν(ε) | να γεμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γέμισα | θα γεμίσω | να γεμίσω | γεμίσει | ||
| β' ενικ. | γέμισες | θα γεμίσεις | να γεμίσεις | γέμισε | ||
| γ' ενικ. | γέμισε | θα γεμίσει | να γεμίσει | |||
| α' πληθ. | γεμίσαμε | θα γεμίσουμε | να γεμίσουμε | |||
| β' πληθ. | γεμίσατε | θα γεμίσετε | να γεμίσετε | γεμίστε | ||
| γ' πληθ. | γέμισαν γεμίσαν(ε) |
θα γεμίσουν(ε) | να γεμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γεμίσει | είχα γεμίσει | θα έχω γεμίσει | να έχω γεμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γεμίσει | είχες γεμίσει | θα έχεις γεμίσει | να έχεις γεμίσει | έχε γεμισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει γεμίσει | είχε γεμίσει | θα έχει γεμίσει | να έχει γεμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γεμίσει | είχαμε γεμίσει | θα έχουμε γεμίσει | να έχουμε γεμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γεμίσει | είχατε γεμίσει | θα έχετε γεμίσει | να έχετε γεμίσει | έχετε γεμισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν γεμίσει | είχαν γεμίσει | θα έχουν γεμίσει | να έχουν γεμίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γεμισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γεμισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γεμισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γεμισμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γεμίζομαι | γεμιζόμουν(α) | θα γεμίζομαι | να γεμίζομαι | ||
| β' ενικ. | γεμίζεσαι | γεμιζόσουν(α) | θα γεμίζεσαι | να γεμίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | γεμίζεται | γεμιζόταν(ε) | θα γεμίζεται | να γεμίζεται | ||
| α' πληθ. | γεμιζόμαστε | γεμιζόμαστε γεμιζόμασταν |
θα γεμιζόμαστε | να γεμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | γεμίζεστε | γεμιζόσαστε γεμιζόσασταν |
θα γεμίζεστε | να γεμίζεστε | (γεμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | γεμίζονται | γεμίζονταν γεμιζόντουσαν |
θα γεμίζονται | να γεμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γεμίστηκα | θα γεμιστώ | να γεμιστώ | γεμιστεί | ||
| β' ενικ. | γεμίστηκες | θα γεμιστείς | να γεμιστείς | γεμίσου | ||
| γ' ενικ. | γεμίστηκε | θα γεμιστεί | να γεμιστεί | |||
| α' πληθ. | γεμιστήκαμε | θα γεμιστούμε | να γεμιστούμε | |||
| β' πληθ. | γεμιστήκατε | θα γεμιστείτε | να γεμιστείτε | γεμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | γεμίστηκαν γεμιστήκαν(ε) |
θα γεμιστούν(ε) | να γεμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω γεμιστεί | είχα γεμιστεί | θα έχω γεμιστεί | να έχω γεμιστεί | γεμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις γεμιστεί | είχες γεμιστεί | θα έχεις γεμιστεί | να έχεις γεμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει γεμιστεί | είχε γεμιστεί | θα έχει γεμιστεί | να έχει γεμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε γεμιστεί | είχαμε γεμιστεί | θα έχουμε γεμιστεί | να έχουμε γεμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε γεμιστεί | είχατε γεμιστεί | θα έχετε γεμιστεί | να έχετε γεμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν γεμιστεί | είχαν γεμιστεί | θα έχουν γεμιστεί | να έχουν γεμιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γεμισμένος - είμαστε, είστε, είναι γεμισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γεμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γεμισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γεμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γεμισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γεμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γεμισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Πηγές
- γεμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -γεμίζω, λήγουν σε -γεμίζομαι, λήγουν σε -γεμισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γεμίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γεμίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.