γεμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεμίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γεμίζω < γέμω

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝeˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεμίζω

Ρήμα

γεμίζω, αόρ.: γέμισα, παθ.φωνή: γεμίζομαι, π.αόρ.: γεμίστηκα, μτχ.π.π.: γεμισμένος

  1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο
     συνώνυμα: πληρώ
     αντώνυμα: αδειάζω
  2. προσφέρω ικανοποίηση, προκαλώ το αίσθημα της πληρότητας
  3. βάζω βλήματα σε πυροβόλο όπλο
  4. (αμετάβατο) γίνομαι γεμάτος από κάτι

Εκφράσεις

  • γεμίζω την κοιλιά μου: χορταίνω φαγητό // ικανοποιώ τις βασικές μου ανάγκες
  • δε μου γεμίζει το μάτι: δε μου φαίνεται ικανός, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • θέμα γιομ-  δείτε τη λέξη γιομίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεμίζω < γέμ(ω) (είμαι πλήρης)[1] -και γεμῶ (γομόω)- + -ίζω

Ρήμα

γεμίζω

  1. καθιστώ κάτι πλήρες
  2. φορτώνω

Παράγωγα

σύνθετα:

  • ἀναγεμίζω
  • ἀπογεμίζω
  • ἐγγεμίζω
  • ἐπιγεμίζω
  • καταγεμίζω
  • ὑπεργεμίζω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.