γέμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γέμισμα τα γεμίσματα
      γενική του γεμίσματος των γεμισμάτων
    αιτιατική το γέμισμα τα γεμίσματα
     κλητική γέμισμα γεμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέμισμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέμισμα < γεμίζω, γεμισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.mi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέμισμα

Ουσιαστικό

γέμισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γεμίζω
  2. η ποσότητα που χωράει ένα δοχείο όταν το γεμίσουμε
    Πόσα χιλιόμετρα κάνεις με το αυτοκίνητό σου με ένα γέμισμα;

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γέμισμα < γεμίζω, γεμισ- + -μα

Ουσιαστικό

γέμισμα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.