γεμιστά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | γεμιστά | ||
| γενική | των | γεμιστών | ||
| αιτιατική | τα | γεμιστά | ||
| κλητική | γεμιστά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γεμιστά (ντομάτες και πιπεριές).
Ετυμολογία
γεμιστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεμιστός
Ουσιαστικό
γεμιστά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (φαγητά) παραδοσιακό ελληνικό λαδερό φαγητό του φούρνου που παρασκευάζεται από ντομάτες και πιπεριές που γεμίζονται με ρύζι (παραλλαγή και με κιμά, κουκουνάρια, σταφίδες) με γαρνιτούρα πατάτες
- (γενικότερα) συνταγές με υλικά (συνήθως λαχανικά) που είναι παραγεμισμένα με άλλο υλικό (συνήθως ρύζι ή κιμά)
Μεταφράσεις
γεμιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεμιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεμιστό, ουδέτερο του γεμιστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.