γέμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γέμιση | οι | γεμίσεις |
| γενική | της | γέμισης | των | γεμίσεων |
| αιτιατική | τη | γέμιση | τις | γεμίσεις |
| κλητική | γέμιση | γεμίσεις | ||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γαλοπούλα με τη γέμισή της
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝe.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐μι‐ση
Ουσιαστικό
γέμιση θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.