βρασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρασμός | οι | βρασμοί |
| γενική | του | βρασμού | των | βρασμών |
| αιτιατική | τον | βρασμό | τους | βρασμούς |
| κλητική | βρασμέ | βρασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρασμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρασμός < αρχαία ελληνική βρασμός < βράζω
Ουσιαστικό
βρασμός αρσενικό
- (φυσική) το φαινόμενο που συνοδεύει τη μετάβαση ενός υγρού σε αέριο, όταν εξάτμιση γίνεται σε όλη τη μάζα του υγρού κι όχι μόνον επιφανειακά
- η διαδικασία της ζύμωσης
- (μεταφορικά) ταραγμένη ψυχική κατάσταση
- ↪ βρασμός ψυχικής οργής
- ≈ συνώνυμα: αναβρασμός, αναστάτωση, αναταραχή, οργή, αγανάκτηση, ταραχή
- η ακμή μιας κατάστασης
Εκφράσεις
- εν βρασμώ (ψυχής)
- σημείο βρασμού/ζέσης : θερμοκρασία όπου, αν είναι υπό την κατάλληλη ατμοσφαιρική πίεση, αρχίζει να βράζει ένα υγρό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βρασμός | οἱ | βρασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | βρασμοῦ | τῶν | βρασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | βρασμῷ | τοῖς | βρασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | βρασμόν | τοὺς | βρασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | βρασμέ | βρασμοί | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- βρασμός < αρχαία ελληνική βρασμός < βράζω
Πηγές
- βρασμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- βρασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βρασμός | οἱ | βρασμοί |
| γενική | τοῦ | βρασμοῦ | τῶν | βρασμῶν |
| δοτική | τῷ | βρασμῷ | τοῖς | βρασμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | βρασμόν | τοὺς | βρασμούς |
| κλητική ὦ! | βρασμέ | βρασμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρασμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βρασμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρασμός < βράζω
Πηγές
- βρασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.