εξάτμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάτμιση οι εξατμίσεις
      γενική της εξάτμισης* των εξατμίσεων
    αιτιατική την εξάτμιση τις εξατμίσεις
     κλητική εξάτμιση εξατμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξατμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάτμιση < (ελληνιστική κοινή) ἐξάτμισις

Ουσιαστικό

εξάτμιση θηλυκό

  1. (φυσική) το φυσικό φαινόμενο της εξαέρωσης κατά το οποίο μετατρέπεται σε αέριο μόνο η επιφάνεια του υγρού
  2. απαγωγό εξάρτημα κινητήρα εσωτερικής καύσης από το οποίο αποβάλλονται τα αέρια υπόλοιπα της καύσης
  3. (αργκό): ο βαρύς αναστεναγμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.