ζέση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ζέση
      γενική της ζέσης*
    αιτιατική τη ζέση
     κλητική ζέση
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζέσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζέση < αρχαία ελληνική ζέσις

Ουσιαστικό

ζέση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λόγιο) βρασμός
  2. (μεταφορικά) εξαιρετικά μεγάλος ζήλος, θέρμη, έντονη προθυμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.