βάτραχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάτραχος οι βάτραχοι
      γενική του βάτραχου
& βατράχου
των βάτραχων
& βατράχων
    αιτιατική τον βάτραχο τους βάτραχους
& βατράχους
     κλητική βάτραχε βάτραχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάτραχος < αρχαία ελληνική βᾰ́τρᾰχος

Ουσιαστικό

βάτραχος αρσενικό

  • (αμφίβιο) μικρό ζώο που ανήκει στην τάξη των άνουρων (χωρίς ουρά) αμφίβιων· τα πίσω πόδια του είναι μεγαλύτερα και τα δάχτυλά είναι ενωμένα με μεμβράνη· όταν είναι στην ξηρά μετακινείται με άλματα

Συνώνυμα

σε διαλέκτους ή ιδιώματα:[1]

  • αφορδακός (Κρήτη)
  • βαθρακλάς (Μάνη)
  • βάθρακας
  • βόθρακος (Κύπρος)
  • βόδρακος (Κύπρος)
  • βόρτακος (Κύπρος)
  • βούζα, βαλτόβουζα, μπακόβουζα, μπούζα (Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησος)
  • βορτακούδιν (Κύπρος)
  • ζέμπα, ζάμπα (Δυτική Θράκη από πομάκους μουσουλμάνους)
  • μπαρδακός (Κρήτη)
  • μπάκακας (Αττική, Θράκη, Πήλιο, κ.α.)
  • μπάμπακας (Κολινδρός)
  • μπράσκα (Ήπειρος, Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Εύβοια, Σάμος)
  • σφάρδακλος
  • σφάρδακλας
  • φαρδακάς (Τσακωνιά)
  • φαρδακλός (Ρόδος)
  • φορδακλάς (Λευκάδα)
  • φορτακλός (Λευκάδα)
  • φουρδακλάς (Λευκάδα)
  • φουρνία, σκαφουρνία (Νότια Εύβοια, περιοχή Κύμης)
  • φουρνιά (Νότια Εύβοια, περιοχή Αλιβερίου και Καρύστου)
  • φουρνός (Άνδρος, Κάρυστος)
  • φουρνόν (ποντιακά)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Toad zoonyms mirror the linguistic and demographic history of Greece, National Library of Medicine, 29-03-2023, doi: 10.1371/journal.pone.0283136

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτραχος οἱ βάτραχοι
      γενική τοῦ βατράχου τῶν βατράχων
      δοτική τῷ βατράχ τοῖς βατράχοις
    αιτιατική τὸν βάτραχον τοὺς βατράχους
     κλητική ! βάτραχε βάτραχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βατράχω
γεν-δοτ τοῖν  βατράχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάτραχος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

βάτραχος, -ου αρσενικό

  1. (αμφίβιο) βάτραχος
      8oς αιώνας πκε, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχος 81 (στίχοι 78-81)
    Οὐχ οὕτω νώτοισιν ἐβάστασε φόρτον ἔρωτος | ταῦρος ὅτ᾽ Εὐρώπην διὰ κύματος ἦγ᾽ ἐπὶ Κρήτην | ὡς μῦν ἁπλώσας ἐπινώτιον ἦγεν ἐς οἶκον | βάτραχος ὑψώσας ὠχρὸν δέμας ὕδατι λευκῷ.
    «Στη ράχη του όμοια δεν κουβάλησε το ερωτικό φορτίο | μεσ᾽ απ᾽ το κύμα ο Ταύρος φέρνοντας στην Κρήτη την Ευρώπη, | ως κουβαλάει εμέ στο σπίτι του, στην πλάτη του απλωμένον, | ο βάτραχος σ᾽ αφρούς σηκώνοντας το ολόχλωμό του σώμα».
    Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 132.3
    Ἢν μὴ ὄρνιθες γενόμενοι ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν, ὦ Πέρσαι, ἢ μύες γενόμενοι κατὰ τῆς γῆς καταδύητε, ἢ βάτραχοι γενόμενοι ἐς τὰς λίμνας ἐσπηδήσητε, οὐκ ἀπονοστήσετε ὀπίσω ὑπὸ τῶνδε τῶν τοξευμάτων βαλλόμενοι.
    «Πέρσες, αν δε γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή δε γίνετε ποντίκια να τρυπώσετε κάτω από τη γη ή δε γίνετε βάτραχοι να βρεθείτε μ᾽ ένα πήδημα στις λίμνες, δε θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας· το χτύπημα θα σας έρθει απ᾽ αυτά τα βέλη».
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 70.1 @scaife.perseus
    Φασὶ δὲ καὶ ἐν Σερίφῳ τοὺς βατράχους οὐκ ᾄδειν· ἐὰν δὲ εἰς ἄλλον τόπον μετενεχθῶσιν, ᾄδουσιν.
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 37 @scaife.perseus
    Ὁ μὲν γὰρ βάτραχος τοῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκρεμαμένοις, ὦν τὸ μὲν μῆκός ἐστι τριχοειδές, ἐπ’ ἄκρου δὲ στρογγύλον, ὥσπερ προσκείμενον ἑκατέρῳ δελέατος χάριν·
  2. (ψάρι) είδος ψαριού, βατραχόψαρο
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 3.3 @scaife.perseus
    Ἔτι δ’ ἐστὶν ᾠοτόκον τὸ τῶν ἰχθύων γένος. τούτων δὲ τὰ μὲν ἔχοντα κάτω τὴν ὑστέραν ἀτελὲς ᾠὸν τίκτει διὰ τὴν πρότερον εἰρημένην αἰτίαν, τὰ δὲ καλούμενα σελάχη τῶν ἰχθύων ἐν αὑτοῖς μὲν ᾠοτοκεῖ τέλειον ᾠὸν ἔξω δὲ ζῳοτοκεῖ, πλὴν ἑνὸς ὃν καλοῦσι βάτραχον·
  3. (ιατρική) ασθένεια της γλώσσας που συνήθως εμφανίζεται κάτω από τη γλώσσα

  • ιωνικός τύπος: βάθρακος, βότραχος, βρόταχος
  • βράταχος
  • βρούχετος (κυπριακά)
  • βάβακος (ποντιακά)
  • βλίκανος
  • βλίταχος
  • βλίχας
  • βριαγχόνη
  • βρύτιχος
  • βύρθακος

Συγγενικά

  • βατράχειος
  • βατραχειοῦς
  • βατράχεος
  • Βατράχη
  • βατραχίδιον
  • βατραχίζω
  • βατράχιον
  • βατραχιοῦν
  • βατραχιοῦς
  • βατραχίς
  • βατραχίσκοι
  • βατραχίτης
  • βατραχῖτις
  • Βατραχίων
  • βατραχομαχία
  • βατραχομυομαχία
  • Βάτραχος
  • βατραχώδης

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.