ζάμπα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζάμπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jambe

Ουσιαστικό

ζάμπα θηλυκό

Πηγές

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.