φουρνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουρνιά | οι | φουρνιές |
| γενική | της | φουρνιάς | των | φουρνιών |
| αιτιατική | τη | φουρνιά | τις | φουρνιές |
| κλητική | φουρνιά | φουρνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φουρνιά θηλυκό
- η ποσότητα που ψήνεται στο φούρνο σε κάθε ψήσιμο
- Πόσες φουρνιές μπισκότα έβγαλες;
- (μεταφορικά) μια φρέσκια, καινούργια ομάδα ή σύνολο, μια σειρά με την έννοια του στρατού
- Φίλε μου είσαι άλλης γενιάς, τώρα έχουν βγει νέες φουρνιές γιατρών κι εσύ έχεις μείνει στα παλιά
- Η νέα φουρνιά δημοσίων υπαλλήλων προσλαμβάνεται με κακές απολαβές και έχει δυσοίωνο μέλλον
- Δεν ήταν καλή φουρνιά οι απόφοιτοι του 1970 και 1971
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.