άλμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άλμα | τα | άλματα |
| γενική | του | άλματος | των | αλμάτων |
| αιτιατική | το | άλμα | τα | άλματα |
| κλητική | άλμα | άλματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άλμα < αρχαία ελληνική ἅλμα < ἅλλομαι
Ουσιαστικό
άλμα ουδέτερο
- η κίνηση ανθρώπου ή ζώου που με μιας βρίσκεται στον αέρα και περνάει πάνω από κάποιο εμπόδιο ή φτάνει σε θέση ψηλότερη από την αρχική ή διανύει μεγάλη σχετικά απόσταση
- (μεταφορικά) θεαματική πρόοδος
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- άλμα εις μήκος
- άλμα τριπλούν
- άλμα εις ύψος
- άλμα επί κοντώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.