βατραχάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βατραχάνθρωπος οι βατραχάνθρωποι
      γενική του βατραχάνθρωπου
& βατραχανθρώπου
των βατραχάνθρωπων
& βατραχανθρώπων
    αιτιατική τον βατραχάνθρωπο τους βατραχάνθρωπους
& βατραχανθρώπους
     κλητική βατραχάνθρωπε βατραχάνθρωποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βατραχάνθρωπος < βάτραχ(ος) + άνθρωπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική frogman [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /va.tɾaˈxan.θɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βατραχάνθρωπος
Αμερικανοί βατραχάνθρωποι σε άσκηση

Ουσιαστικό

βατραχάνθρωπος αρσενικό

  1. αυτός που έχει εκπαιδευτεί για τη διεξαγωγή υποβρύχιων δραστηριοτήτων
     δείτε και τη λέξη δύτης
  2. (στρατιωτικός όρος) αυτός που διεξάγει στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις που σχετίζονται με τις καταδύσεις και την υποβρύχια κολύμβηση, όπως τοποθέτηση ναρκών σε πλοία, σαμποτάζ λιμενικών εγκαταστάσεων κ.τ.π.
     δείτε και τη λέξη καταδρομέας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.