βατράχι

Νέα ελληνικά (el)

Βάτραχος σε γλυκά νερά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βατράχι τα βατράχια
      γενική του βατραχιού των βατραχιών
    αιτιατική το βατράχι τα βατράχια
     κλητική βατράχι βατράχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βατράχι < αρχαία ελληνική βατράχιον, υποκοριστικό του βάτραχος

Ουσιαστικό

βατράχι ουδέτερο

  1. (αμφίβιο) ο βάτραχος
  2. (φυτό) νεραγκούλα
  3. (μεταφορικά) ο βατραχάνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.