βατραχίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βατραχίνα οι βατραχίνες
      γενική της βατραχίνας των βατραχίνων
    αιτιατική τη βατραχίνα τις βατραχίνες
     κλητική βατραχίνα βατραχίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βατραχίνα < βάτραχος + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

βατραχίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.