φρύνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φρύνος | οι | φρύνοι |
| γενική | του | φρύνου | των | φρύνων |
| αιτιατική | τον | φρύνο | τους | φρύνους |
| κλητική | φρύνε | φρύνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρύ‐νος
- παρώνυμα: πρίνος, θρήνος
Ουσιαστικό
φρύνος αρσενικό
- (αμφίβιο) είδος βατράχου που ανήκει στην τάξη Άνουρων (Anura) και στην οικογένειας των Fρυνιδών
Συγγενικά
-
φρύνος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- φρύνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φρύνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)