αφορδακός

Κρητικά (el-crt)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφορδακός οι αφορδακοί
      γενική του αφορδακού των αφορδακών
    αιτιατική τον αφορδακό τους αφορδακούς
     κλητική αφορδακέ αφορδακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφορδακός < μεσαιωνική ελληνική βοθρακός / βορθακάς / βάτραχος < αρχαία ελληνική βάτραχος

Ουσιαστικό

αφορδακός αρσενικό

  • (ιδιωματικό) βάτραχος (στην κρητική διάλεκτο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.