βούζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βούζα οι βούζες
      γενική της βούζας των βουζών
    αιτιατική τη βούζα τις βούζες
     κλητική βούζα βούζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούζα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvu.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βούζα

Ουσιαστικό

βούζα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) (μεγάλη) κοιλιά
    άλλες μορφές: βουζαρίκα, βουζαριάκα
  2. (ιδιωματικό, αμφίβιο) είδος (μεγάλου) βατράχου

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.