άψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άψη οι άψες
      γενική της άψης των αψών
    αιτιατική την άψη τις άψες
     κλητική άψη άψες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άψη < μεσαιωνική ελληνική άψη < αρχαία ελληνική ἅψις < ἅπτομαι

Ουσιαστικό

άψη θηλυκό

  1. καύσωνας
  2. κάψα
  3. έξαψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.