άψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άψη | οι | άψες |
| γενική | της | άψης | των | αψών |
| αιτιατική | την | άψη | τις | άψες |
| κλητική | άψη | άψες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άψη < μεσαιωνική ελληνική άψη < αρχαία ελληνική ἅψις < ἅπτομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.