ἄψινθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄψινθος αἱ ἄψινθοι
      γενική τῆς ἀψίνθου τῶν ἀψίνθων
      δοτική τῇ ἀψίνθ ταῖς ἀψίνθοις
    αιτιατική τὴν ἄψινθον τὰς ἀψίνθους
     κλητική ! ἄψινθε ἄψινθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀψίνθω
γεν-δοτ τοῖν  ἀψίνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἄψινθος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.