αψιθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψιθιά οι αψιθιές
      γενική της αψιθιάς των αψιθιών
    αιτιατική την αψιθιά τις αψιθιές
     κλητική αψιθιά αψιθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Artemisia absinthium, η άψινθος ή αψιθιά.

Ετυμολογία

αψιθιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀψιθία με συνίζηση στην κατάληξη < ἀψινθία < ελληνιστική κοινή ἀψινθία με [nθ] > [θθ] > [θ] (αφομοίωση και απλοποίηση συμφώνου) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.psiˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αψιθιά

Ουσιαστικό

αψιθιά θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άψινθος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.