αψάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αψάδα | οι | αψάδες |
| γενική | της | αψάδας | — | |
| αιτιατική | την | αψάδα | τις | αψάδες |
| κλητική | αψάδα | αψάδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αψάδα < αψύς
Ουσιαστικό
αψάδα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η ερεθιστική για τη μύτη και τη γλώσσα, χαρκτηριστική γεύση και οσμή ενός ξινού και με έντονη γεύση τροφίμου ή υγρού (λεμονιού, ξυδιού, κρεμμυδιού, τζιντζερ κ.λπ.)
- η ευερεθιστότητα, το ιδίωμα του ευέξαπτου και συνήθως επιθετικού ατόμου
Μεταφράσεις
αψάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.