ἅπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
ἅπτω
- ανάβω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 52
- ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν
- έβαζαν φωτιά στα στουπιά που είχαν τυλίξει στα βέλη τους
- ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 52
- προσάπτω, συνάπτω, συνδέω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 408
- ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός
- έδεσε στα δύο άκρα <του τόξου> το ελαστικό έντερο του πρόβατου
- ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Ευμενίδες, 307
- ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν (ας μπούμε στο χορό)
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ευριπίδης, Ελένη, 136
- φασίν, βρόχῳ γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην
- (λένε <πως αυτοκτόνησε> περνώντας μια θηλιά στο απαλό της λαιμό
- φασίν, βρόχῳ γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 408
Σύνθετα
Πηγές
- ἅπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.