αψίχολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αψίχολος | η | αψίχολη | το | αψίχολο |
| γενική | του | αψίχολου | της | αψίχολης | του | αψίχολου |
| αιτιατική | τον | αψίχολο | την | αψίχολη | το | αψίχολο |
| κλητική | αψίχολε | αψίχολη | αψίχολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αψίχολοι | οι | αψίχολες | τα | αψίχολα |
| γενική | των | αψίχολων | των | αψίχολων | των | αψίχολων |
| αιτιατική | τους | αψίχολους | τις | αψίχολες | τα | αψίχολα |
| κλητική | αψίχολοι | αψίχολες | αψίχολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αψίχολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁψίχολος (όψιμη ελληνιστική κοινή)[1] Αναλύεται σε αψί- < αρχαία ελληνική ἁψί- + χόλ(ος) χολ(ή) + -ος
- αψιόχολος (ιδιωματικό της Ρόδου)[1]
Μεταφράσεις
αψίχολος
|
Αναφορές
- αψίχολος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ως όψιμη ελληνιστική, κατά την πηγή Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης. Thesaurus graecae linguae ab H. Stephano constructus, post editionem anglicam novis additamentis auctum ordineque alphabetico digestum tertio ediderunt C. B. Hase, G. Dindorfius et L. Dindorfius, Parisiis 1865
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.